Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δειλοποιός
δειλός
δειλότης
δειλόψυχος
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
Δεῖμος
δειμός
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
View word page
δειματοποιός
terrifying
ShortDef
terrifying
Debugging
Headword:
δειματοποιός
Headword (normalized):
δειματοποιός
Headword (normalized/stripped):
δειματοποιος
IDX:
20105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20106
Key:
Data
{'content': 'terrifying'}