Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειλόομαι
δειλοποιός
δειλός
δειλότης
δειλόψυχος
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
Δεῖμος
δειμός
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
View word page
δειματόεις
frightened, scared

ShortDef

frightened, scared

Debugging

Headword:
δειματόεις
Headword (normalized):
δειματόεις
Headword (normalized/stripped):
δειματοεις
IDX:
20104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20105
Key:

Data

{'content': 'frightened, scared'}