Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειλοκοπέω
δείλομαι
δειλόομαι
δειλοποιός
δειλός
δειλότης
δειλόψυχος
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
Δεῖμος
δειμός
δεῖνα
View word page
δειματηρός
fearful, timid

ShortDef

fearful, timid

Debugging

Headword:
δειματηρός
Headword (normalized):
δειματηρός
Headword (normalized/stripped):
δειματηρος
IDX:
20102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20103
Key:

Data

{'content': 'fearful, timid'}