Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειλιάω
δειλινός
δειλοκαταφρονητής
δειλοκοπέω
δείλομαι
δειλόομαι
δειλοποιός
δειλός
δειλότης
δειλόψυχος
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
View word page
δεῖμα
fear, affright

ShortDef

fear, affright

Debugging

Headword:
δεῖμα
Headword (normalized):
δεῖμα
Headword (normalized/stripped):
δειμα
IDX:
20099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20100
Key:

Data

{'content': 'fear, affright'}