Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγαθοδαιμονητικός
ἀγαθοδαιμονισταί
ἀγαθοδαίμων
ἀγαθοδοσία
ἀγαθοδότης
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοθέλεια
ἀγαθοθελής
Ἀγαθοκλῆς
ἀγαθολογέω
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποίησις
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθοσύμβουλος
ἀγαθότης
ἀγαθοτυχέω
View word page
ἀγαθοθελής
benevolent
ShortDef
benevolent
Debugging
Headword:
ἀγαθοθελής
Headword (normalized):
ἀγαθοθελής
Headword (normalized/stripped):
αγαθοθελης
IDX:
200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-201
Key:
Data
{'content': 'benevolent'}