Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δειλία
δειλιαίνω
δειλίασις
δειλίασμα
δειλιάω
δειλινός
δειλοκαταφρονητής
δειλοκοπέω
δείλομαι
δειλόομαι
δειλοποιός
δειλός
δειλότης
δειλόψυχος
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
View word page
δειλοποιός
making cowardly
ShortDef
making cowardly
Debugging
Headword:
δειλοποιός
Headword (normalized):
δειλοποιός
Headword (normalized/stripped):
δειλοποιος
IDX:
20095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20096
Key:
Data
{'content': 'making cowardly'}