Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δειλανδρέω
δείλανδρος
δείλη
δειλία
δειλιαίνω
δειλίασις
δειλίασμα
δειλιάω
δειλινός
δειλοκαταφρονητής
δειλοκοπέω
δείλομαι
δειλόομαι
δειλοποιός
δειλός
δειλότης
δειλόψυχος
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματηρός
View word page
δειλοκοπέω
cheat
ShortDef
cheat
Debugging
Headword:
δειλοκοπέω
Headword (normalized):
δειλοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
δειλοκοπεω
IDX:
20092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20093
Key:
Data
{'content': 'cheat'}