Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δειλαινομένως
δειλαίνω
δείλαιος
δειλαιότης
δειλακρίων
δείλακρος
δειλανδρέω
δείλανδρος
δείλη
δειλία
δειλιαίνω
δειλίασις
δειλίασμα
δειλιάω
δειλινός
δειλοκαταφρονητής
δειλοκοπέω
δείλομαι
δειλόομαι
δειλοποιός
δειλός
View word page
δειλιαίνω
make afraid
ShortDef
make afraid
Debugging
Headword:
δειλιαίνω
Headword (normalized):
δειλιαίνω
Headword (normalized/stripped):
δειλιαινω
IDX:
20086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20087
Key:
Data
{'content': 'make afraid'}