Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεικτός
δειλαινομένως
δειλαίνω
δείλαιος
δειλαιότης
δειλακρίων
δείλακρος
δειλανδρέω
δείλανδρος
δείλη
δειλία
δειλιαίνω
δειλίασις
δειλίασμα
δειλιάω
δειλινός
δειλοκαταφρονητής
δειλοκοπέω
δείλομαι
δειλόομαι
δειλοποιός
View word page
δειλία
cowardice

ShortDef

cowardice

Debugging

Headword:
δειλία
Headword (normalized):
δειλία
Headword (normalized/stripped):
δειλια
IDX:
20085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20086
Key:

Data

{'content': 'cowardice'}