Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεικτικός
δεικτός
δειλαινομένως
δειλαίνω
δείλαιος
δειλαιότης
δειλακρίων
δείλακρος
δειλανδρέω
δείλανδρος
δείλη
δειλία
δειλιαίνω
δειλίασις
δειλίασμα
δειλιάω
δειλινός
δειλοκαταφρονητής
δειλοκοπέω
δείλομαι
δειλόομαι
View word page
δείλη
afternoon
ShortDef
afternoon
Debugging
Headword:
δείλη
Headword (normalized):
δείλη
Headword (normalized/stripped):
δειλη
IDX:
20084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20085
Key:
Data
{'content': 'afternoon'}