Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεικτήριον
δείκτης
δεικτικός
δεικτός
δειλαινομένως
δειλαίνω
δείλαιος
δειλαιότης
δειλακρίων
δείλακρος
δειλανδρέω
δείλανδρος
δείλη
δειλία
δειλιαίνω
δειλίασις
δειλίασμα
δειλιάω
δειλινός
δειλοκαταφρονητής
δειλοκοπέω
View word page
δειλανδρέω
to be cowardly
ShortDef
to be cowardly
Debugging
Headword:
δειλανδρέω
Headword (normalized):
δειλανδρέω
Headword (normalized/stripped):
δειλανδρεω
IDX:
20082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20083
Key:
Data
{'content': 'to be cowardly'}