Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέον
δεικτηριάς
δεικτήριον
δείκτης
δεικτικός
δεικτός
δειλαινομένως
δειλαίνω
δείλαιος
δειλαιότης
δειλακρίων
δείλακρος
δειλανδρέω
δείλανδρος
δείλη
δειλία
δειλιαίνω
δειλίασις
δειλίασμα
View word page
δείλαιος
wretched, sorry, paltry

ShortDef

wretched, sorry, paltry

Debugging

Headword:
δείλαιος
Headword (normalized):
δείλαιος
Headword (normalized/stripped):
δειλαιος
IDX:
20078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20079
Key:

Data

{'content': 'wretched, sorry, paltry'}