Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεικανάω
δείκανον
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέον
δεικτηριάς
δεικτήριον
δείκτης
δεικτικός
δεικτός
δειλαινομένως
δειλαίνω
δείλαιος
δειλαιότης
δειλακρίων
δείλακρος
δειλανδρέω
δείλανδρος
δείλη
δειλία
View word page
δεικτός
capable of proof

ShortDef

capable of proof

Debugging

Headword:
δεικτός
Headword (normalized):
δεικτός
Headword (normalized/stripped):
δεικτος
IDX:
20075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20076
Key:

Data

{'content': 'capable of proof'}