Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δείκανον
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέον
δεικτηριάς
δεικτήριον
δείκτης
δεικτικός
δεικτός
δειλαινομένως
δειλαίνω
δείλαιος
δειλαιότης
δειλακρίων
δείλακρος
View word page
δεικτηριάς
mima
ShortDef
mima
Debugging
Headword:
δεικτηριάς
Headword (normalized):
δεικτηριάς
Headword (normalized/stripped):
δεικτηριας
IDX:
20071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20072
Key:
Data
{'content': 'mima'}