Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δείκανον
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέον
δεικτηριάς
δεικτήριον
δείκτης
δεικτικός
δεικτός
View word page
δεικανάω
to point out, shew

ShortDef

to point out, shew

Debugging

Headword:
δεικανάω
Headword (normalized):
δεικανάω
Headword (normalized/stripped):
δεικαναω
IDX:
20065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20066
Key:

Data

{'content': 'to point out, shew'}