Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δείκανον
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέον
δεικτηριάς
View word page
δείδω
to fear

ShortDef

to fear

Debugging

Headword:
δείδω
Headword (normalized):
δείδω
Headword (normalized/stripped):
δειδω
IDX:
20061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20062
Key:

Data

{'content': 'to fear'}