Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δείκανον
δεικηλίκτας
δείκηλον
View word page
δειδήμων
fearful, cowardly

ShortDef

fearful, cowardly

Debugging

Headword:
δειδήμων
Headword (normalized):
δειδήμων
Headword (normalized/stripped):
δειδημων
IDX:
20058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20059
Key:

Data

{'content': 'fearful, cowardly'}