Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δείκανον
δεικηλίκτας
View word page
δειγματοκαταγωγός
official who delivered samples

ShortDef

official who delivered samples

Debugging

Headword:
δειγματοκαταγωγός
Headword (normalized):
δειγματοκαταγωγός
Headword (normalized/stripped):
δειγματοκαταγωγος
IDX:
20057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20058
Key:

Data

{'content': 'official who delivered samples'}