Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
View word page
δειγματισμός
public inspection, verification

ShortDef

public inspection, verification

Debugging

Headword:
δειγματισμός
Headword (normalized):
δειγματισμός
Headword (normalized/stripped):
δειγματισμος
IDX:
20054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20055
Key:

Data

{'content': 'public inspection, verification'}