Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
View word page
δειγματίζω
to make a show of

ShortDef

to make a show of

Debugging

Headword:
δειγματίζω
Headword (normalized):
δειγματίζω
Headword (normalized/stripped):
δειγματιζω
IDX:
20053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20054
Key:

Data

{'content': 'to make a show of'}