Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
View word page
δεῖγμα
a sample, pattern, proof, specimen
ShortDef
a sample, pattern, proof, specimen
Debugging
Headword:
δεῖγμα
Headword (normalized):
δεῖγμα
Headword (normalized/stripped):
δειγμα
IDX:
20052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20053
Key:
Data
{'content': 'a sample, pattern, proof, specimen'}