Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δέ
δέατο
δεδημευμένως
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δειδήμων
δειδίσκομαι
View word page
δεητικός
suppliant
ShortDef
suppliant
Debugging
Headword:
δεητικός
Headword (normalized):
δεητικός
Headword (normalized/stripped):
δεητικος
IDX:
20049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20050
Key:
Data
{'content': 'suppliant'}