Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δάω
δέ
δέατο
δεδημευμένως
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
δειδήμων
View word page
δεητέον
one must entreat

ShortDef

one must entreat

Debugging

Headword:
δεητέον
Headword (normalized):
δεητέον
Headword (normalized/stripped):
δεητεον
IDX:
20048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20049
Key:

Data

{'content': 'one must entreat'}