Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαψιλής
δάω
δέ
δέατο
δεδημευμένως
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
δειγματοκαταγωγός
View word page
δέησις
an entreating, asking: a prayer, entreaty
ShortDef
an entreating, asking: a prayer, entreaty
Debugging
Headword:
δέησις
Headword (normalized):
δέησις
Headword (normalized/stripped):
δεησις
IDX:
20047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20048
Key:
Data
{'content': 'an entreating, asking: a prayer, entreaty'}