Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαψιλεύομαι
δαψιλής
δάω
δέ
δέατο
δεδημευμένως
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγία
View word page
δέημα
an entreaty

ShortDef

an entreaty

Debugging

Headword:
δέημα
Headword (normalized):
δέημα
Headword (normalized/stripped):
δεημα
IDX:
20046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20047
Key:

Data

{'content': 'an entreaty'}