Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαψίλεια
δαψιλεύομαι
δαψιλής
δάω
δέ
δέατο
δεδημευμένως
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
View word page
δεδοκημένος
waiting, lying in wait

ShortDef

waiting, lying in wait

Debugging

Headword:
δεδοκημένος
Headword (normalized):
δεδοκημένος
Headword (normalized/stripped):
δεδοκημενος
IDX:
20045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20046
Key:

Data

{'content': 'waiting, lying in wait'}