Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δάψιλδε
δαψίλεια
δαψιλεύομαι
δαψιλής
δάω
δέ
δέατο
δεδημευμένως
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
Δεῖα
δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
View word page
δεδιττέον
one must fear

ShortDef

one must fear

Debugging

Headword:
δεδιττέον
Headword (normalized):
δεδιττέον
Headword (normalized/stripped):
δεδιττεον
IDX:
20044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20045
Key:

Data

{'content': 'one must fear'}