Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαφνών
δαφνωτός
δαφοινεός
δαφοινός
δάψιλδε
δαψίλεια
δαψιλεύομαι
δαψιλής
δάω
δέ
δέατο
δεδημευμένως
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
δεητέον
δεητικός
δεῖ
View word page
δέατο
seemed, appeared
ShortDef
seemed, appeared
Debugging
Headword:
δέατο
Headword (normalized):
δέατο
Headword (normalized/stripped):
δεατο
IDX:
20040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20041
Key:
Data
{'content': 'seemed, appeared'}