Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαφνόσκιος
δαφνώδης
δαφνών
δαφνωτός
δαφοινεός
δαφοινός
δάψιλδε
δαψίλεια
δαψιλεύομαι
δαψιλής
δάω
δέ
δέατο
δεδημευμένως
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
δεητέον
View word page
δάω
to learn; aor. δέδαε(ν) teach
ShortDef
to learn; aor. δέδαε(ν) teach
Debugging
Headword:
δάω
Headword (normalized):
δάω
Headword (normalized/stripped):
δαω
IDX:
20038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20039
Key:
Data
{'content': 'to learn; aor. δέδαε(ν) teach'}