Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαφνοπώλης
δαφνόσκιος
δαφνώδης
δαφνών
δαφνωτός
δαφοινεός
δαφοινός
δάψιλδε
δαψίλεια
δαψιλεύομαι
δαψιλής
δάω
δέ
δέατο
δεδημευμένως
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
δέησις
View word page
δαψιλής
abundant, plentiful

ShortDef

abundant, plentiful

Debugging

Headword:
δαψιλής
Headword (normalized):
δαψιλής
Headword (normalized/stripped):
δαψιλης
IDX:
20037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20038
Key:

Data

{'content': 'abundant, plentiful'}