Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαφνόκομος
δαφνοπώλης
δαφνόσκιος
δαφνώδης
δαφνών
δαφνωτός
δαφοινεός
δαφοινός
δάψιλδε
δαψίλεια
δαψιλεύομαι
δαψιλής
δάω
δέ
δέατο
δεδημευμένως
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
δέημα
View word page
δαψιλεύομαι
abound

ShortDef

abound

Debugging

Headword:
δαψιλεύομαι
Headword (normalized):
δαψιλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
δαψιλευομαι
IDX:
20036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20037
Key:

Data

{'content': 'abound'}