Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνοπώλης
δαφνόσκιος
δαφνώδης
δαφνών
δαφνωτός
δαφοινεός
δαφοινός
δάψιλδε
δαψίλεια
δαψιλεύομαι
δαψιλής
δάω
δέ
δέατο
δεδημευμένως
δεδιότως
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδοκημένος
View word page
δαψίλεια
abundance, plenty

ShortDef

abundance, plenty

Debugging

Headword:
δαψίλεια
Headword (normalized):
δαψίλεια
Headword (normalized/stripped):
δαψιλεια
IDX:
20035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20036
Key:

Data

{'content': 'abundance, plenty'}