Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δάφνινος
δαφνίς
Δάφνις
δαφνίτης
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνοπώλης
δαφνόσκιος
δαφνώδης
δαφνών
δαφνωτός
δαφοινεός
δαφοινός
δάψιλδε
δαψίλεια
δαψιλεύομαι
δαψιλής
δάω
δέ
δέατο
δεδημευμένως
View word page
δαφνωτός
laurelized
ShortDef
laurelized
Debugging
Headword:
δαφνωτός
Headword (normalized):
δαφνωτός
Headword (normalized/stripped):
δαφνωτος
IDX:
20031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20032
Key:
Data
{'content': 'laurelized'}