Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαφνηφόρος
δαφνιακός
δάφνινος
δαφνίς
Δάφνις
δαφνίτης
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνοπώλης
δαφνόσκιος
δαφνώδης
δαφνών
δαφνωτός
δαφοινεός
δαφοινός
δάψιλδε
δαψίλεια
δαψιλεύομαι
δαψιλής
δάω
δέ
View word page
δαφνώδης
like laurel: laurelled

ShortDef

like laurel: laurelled

Debugging

Headword:
δαφνώδης
Headword (normalized):
δαφνώδης
Headword (normalized/stripped):
δαφνωδης
IDX:
20029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20030
Key:

Data

{'content': 'like laurel: laurelled'}