Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαφνηφορέω
δαφνηφορία
δαφνηφορικός
δαφνηφόρος
δαφνιακός
δάφνινος
δαφνίς
Δάφνις
δαφνίτης
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνοπώλης
δαφνόσκιος
δαφνώδης
δαφνών
δαφνωτός
δαφοινεός
δαφοινός
δάψιλδε
δαψίλεια
δαψιλεύομαι
View word page
δαφνόκομος
laurel-crowned

ShortDef

laurel-crowned

Debugging

Headword:
δαφνόκομος
Headword (normalized):
δαφνόκομος
Headword (normalized/stripped):
δαφνοκομος
IDX:
20026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20027
Key:

Data

{'content': 'laurel-crowned'}