Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαφνηφορεῖον
δαφνηφορέω
δαφνηφορία
δαφνηφορικός
δαφνηφόρος
δαφνιακός
δάφνινος
δαφνίς
Δάφνις
δαφνίτης
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνοπώλης
δαφνόσκιος
δαφνώδης
δαφνών
δαφνωτός
δαφοινεός
δαφοινός
δάψιλδε
δαψίλεια
View word page
δαφνογηθής
delighting in laurel

ShortDef

delighting in laurel

Debugging

Headword:
δαφνογηθής
Headword (normalized):
δαφνογηθής
Headword (normalized/stripped):
δαφνογηθης
IDX:
20025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20026
Key:

Data

{'content': 'delighting in laurel'}