Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαφνέλαιον
δάφνη
δαφνήεις
δαφνηφαγία
δαφνηφάγος
δαφνηφορεῖον
δαφνηφορέω
δαφνηφορία
δαφνηφορικός
δαφνηφόρος
δαφνιακός
δάφνινος
δαφνίς
Δάφνις
δαφνίτης
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνοπώλης
δαφνόσκιος
δαφνώδης
δαφνών
View word page
δαφνιακός
belonging to a laurel

ShortDef

belonging to a laurel

Debugging

Headword:
δαφνιακός
Headword (normalized):
δαφνιακός
Headword (normalized/stripped):
δαφνιακος
IDX:
20020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20021
Key:

Data

{'content': 'belonging to a laurel'}