Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαύω
δάφνα
δαφναῖος
δαφνειδής
δαφνέλαιον
δάφνη
δαφνήεις
δαφνηφαγία
δαφνηφάγος
δαφνηφορεῖον
δαφνηφορέω
δαφνηφορία
δαφνηφορικός
δαφνηφόρος
δαφνιακός
δάφνινος
δαφνίς
Δάφνις
δαφνίτης
δαφνογηθής
δαφνόκομος
View word page
δαφνηφορέω
to bear a laurel crown

ShortDef

to bear a laurel crown

Debugging

Headword:
δαφνηφορέω
Headword (normalized):
δαφνηφορέω
Headword (normalized/stripped):
δαφνηφορεω
IDX:
20016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20017
Key:

Data

{'content': 'to bear a laurel crown'}