Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δαύλιος
Δαυλίς
δαῦλον
δαυλός
δαύω
δάφνα
δαφναῖος
δαφνειδής
δαφνέλαιον
δάφνη
δαφνήεις
δαφνηφαγία
δαφνηφάγος
δαφνηφορεῖον
δαφνηφορέω
δαφνηφορία
δαφνηφορικός
δαφνηφόρος
δαφνιακός
δάφνινος
δαφνίς
View word page
δαφνήεις
abounding in bay

ShortDef

abounding in bay

Debugging

Headword:
δαφνήεις
Headword (normalized):
δαφνήεις
Headword (normalized/stripped):
δαφνηεις
IDX:
20012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20013
Key:

Data

{'content': 'abounding in bay'}