Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δαυλία
Δαυλιάς
Δαύλιος
Δαυλίς
δαῦλον
δαυλός
δαύω
δάφνα
δαφναῖος
δαφνειδής
δαφνέλαιον
δάφνη
δαφνήεις
δαφνηφαγία
δαφνηφάγος
δαφνηφορεῖον
δαφνηφορέω
δαφνηφορία
δαφνηφορικός
δαφνηφόρος
δαφνιακός
View word page
δαφνέλαιον
oil of bay
ShortDef
oil of bay
Debugging
Headword:
δαφνέλαιον
Headword (normalized):
δαφνέλαιον
Headword (normalized/stripped):
δαφνελαιον
IDX:
20010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20011
Key:
Data
{'content': 'oil of bay'}