Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δαυίδ
Δαυίδης
δαῦκος
δαῦκος2
Δαυλία
Δαυλιάς
Δαύλιος
Δαυλίς
δαῦλον
δαυλός
δαύω
δάφνα
δαφναῖος
δαφνειδής
δαφνέλαιον
δάφνη
δαφνήεις
δαφνηφαγία
δαφνηφάγος
δαφνηφορεῖον
δαφνηφορέω
View word page
δαύω
sleep

ShortDef

sleep

Debugging

Headword:
δαύω
Headword (normalized):
δαύω
Headword (normalized/stripped):
δαυω
IDX:
20006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20007
Key:

Data

{'content': 'sleep'}