Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δατέομαι
δατήριος
δάτησις
δατητής
Δᾶτις
Δατισμός
Δάτος
δατύσσω
Δαυίδ
Δαυίδης
δαῦκος
δαῦκος2
Δαυλία
Δαυλιάς
Δαύλιος
Δαυλίς
δαῦλον
δαυλός
δαύω
δάφνα
δαφναῖος
View word page
δαῦκος
plant, Athamanta Cretensis
ShortDef
plant, Athamanta Cretensis
[lexical cite]
Debugging
Headword:
δαῦκος
Headword (normalized):
δαῦκος
Headword (normalized/stripped):
δαυκος
IDX:
19998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19999
Key:
Data
{'content': 'plant, Athamanta Cretensis'}