Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δάτησις
δατητής
Δᾶτις
Δατισμός
Δάτος
δατύσσω
Δαυίδ
Δαυίδης
δαῦκος
δαῦκος2
Δαυλία
Δαυλιάς
Δαύλιος
Δαυλίς
δαῦλον
δαυλός
δαύω
δάφνα
View word page
Δαυίδης
David
ShortDef
David
Debugging
Headword:
Δαυίδης
Headword (normalized):
δαυίδης
Headword (normalized/stripped):
δαυιδης
IDX:
19997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19998
Key:
Data
{'content': 'David'}