Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δασύπρωκτος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστομος
δασύτης
δασύφλοιος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δάτησις
δατητής
Δᾶτις
Δατισμός
Δάτος
δατύσσω
Δαυίδ
Δαυίδης
δαῦκος
δαῦκος2
View word page
δατήριος
dividing, distributing

ShortDef

dividing, distributing

Debugging

Headword:
δατήριος
Headword (normalized):
δατήριος
Headword (normalized/stripped):
δατηριος
IDX:
19989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19990
Key:

Data

{'content': 'dividing, distributing'}