Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δασύπους
δασύπρωκτος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστομος
δασύτης
δασύφλοιος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δάτησις
δατητής
Δᾶτις
Δατισμός
Δάτος
δατύσσω
Δαυίδ
Δαυίδης
δαῦκος
View word page
δατέομαι
to divide among themselves

ShortDef

to divide among themselves

Debugging

Headword:
δατέομαι
Headword (normalized):
δατέομαι
Headword (normalized/stripped):
δατεομαι
IDX:
19988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19989
Key:

Data

{'content': 'to divide among themselves'}