Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δασύνω
δασυπόδειος
δασύπους
δασύπρωκτος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστομος
δασύτης
δασύφλοιος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δάτησις
δατητής
Δᾶτις
Δατισμός
Δάτος
δατύσσω
Δαυίδ
View word page
δασύφλοιος
with rough rind
ShortDef
with rough rind
Debugging
Headword:
δασύφλοιος
Headword (normalized):
δασύφλοιος
Headword (normalized/stripped):
δασυφλοιος
IDX:
19986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19987
Key:
Data
{'content': 'with rough rind'}