Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δασυντής
δασύνω
δασυπόδειος
δασύπους
δασύπρωκτος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστομος
δασύτης
δασύφλοιος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δάτησις
δατητής
Δᾶτις
Δατισμός
Δάτος
δατύσσω
View word page
δασύτης
roughness, hairiness

ShortDef

roughness, hairiness

Debugging

Headword:
δασύτης
Headword (normalized):
δασύτης
Headword (normalized/stripped):
δασυτης
IDX:
19985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19986
Key:

Data

{'content': 'roughness, hairiness'}