Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
δασύνω
δασυπόδειος
δασύπους
δασύπρωκτος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστομος
δασύτης
δασύφλοιος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δάτησις
δατητής
Δᾶτις
View word page
δασυσμός
making rough

ShortDef

making rough

Debugging

Headword:
δασυσμός
Headword (normalized):
δασυσμός
Headword (normalized/stripped):
δασυσμος
IDX:
19982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19983
Key:

Data

{'content': 'making rough'}