Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δασυλλίς
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
δασύνω
δασυπόδειος
δασύπους
δασύπρωκτος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστομος
δασύτης
δασύφλοιος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δάτησις
δατητής
View word page
δασύς
thick with hair, hairy, shaggy, rough

ShortDef

thick with hair, hairy, shaggy, rough

Debugging

Headword:
δασύς
Headword (normalized):
δασύς
Headword (normalized/stripped):
δασυς
IDX:
19981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19982
Key:

Data

{'content': 'thick with hair, hairy, shaggy, rough'}