Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰθαλωτός
αἴθε
αἰθερεμβατέω
αἰθεριβόσκας
αἰθέριος
αἰθεροδρόμος
αἰθερολαμπής
αἰθερολογέω
αἰθερολόγος
αἰθερονωμάω
αἰθερόομαι
αἰθερώδης
Αἴθη
αἰθήρ
αἰθής
αἴθινος
Αἴθιξ
Αἰθίοπες
Αἰθιοπία
αἰθιοπίζω
Αἰθιοπικός
View word page
αἰθερόομαι
to be high in air

ShortDef

to be high in air

Debugging

Headword:
αἰθερόομαι
Headword (normalized):
αἰθερόομαι
Headword (normalized/stripped):
αιθεροομαι
IDX:
1997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1998
Key:

Data

{'content': 'to be high in air'}